- ξινάρι
- το маленькая кирка (для огорода)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξινάρι — ξινάρι, το και αξινάρι, το 1. μικρή αξίνη, είδος μικρής σκαπάνης. 2. (στην ποντιακή), τσεκούρι, πελέκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξινάρι — το είδος μικρής σκαπάνης που χρησιμοποιείται κυρίως στην κηπουρική, μικρή αξίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀξιν άριον, υποκορ. τού ἀξίνη / ἀξίνα, με σίγηση τού αρκτ. άτονου α ] … Dictionary of Greek
αξίνα — Γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για σκάψιμο ή και για το σχίσιμο ξύλων. Αποτελείται από δύο στόματα, ένα πλατύ και ένα μυτερό. Λέγεται και αξινάρι ή ξινάρι, και το στυλιάρι της, αξινοκράτημα. Η α. είναι γνωστή από την αρχαία εποχή. Ήταν… … Dictionary of Greek
αξινάρι — κ. ξινάρι, το (Α ἀξινάριον) μικρή αξίνα … Dictionary of Greek